COMBATTING WASTE CRIME

SCHMUCKBILD + LOGO

INHALT

BREADCRUMB

Νομολογία ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας
Ενδεικτική νομολογία σχετικά με ζητήματα χωροθέτησης εγκαταστάσεων διαχείρισης αποβλήτων

 

Η κυριότερη νομολογία σε επίπεδο εθνικού δικαίου στο χώρο των αποβλήτων προέρχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Η πλειονότητα των αποφάσεών του αφορά σε αστικά απόβλητα, οι οποίες μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν προκύψει από αιτήσεις ακύρωσης κατοίκων, ΟΤΑ ή συλλόγων μιας περιοχής στην οποία επιχειρείται η χωροθέτηση εγκατάστασης διαχείρισης αποβλήτων ή στην οποία λειτουργεί ήδη μια τέτοια εγκατάσταση, αλλά προκύπτουν ζητήματα ως προς τον τρόπο λειτουργίας της. Παρακάτω, θα ακολουθήσει ενδεικτική παράθεση ορισμένων κρίσεων του ΣτΕ επί σχετικών υποθέσεων.

Ενδεικτική νομολογία σχετικά με ζητήματα χωροθέτησης εγκαταστάσεων διαχείρισης αποβλήτων
Με τη ΣτΕ 1815/2016 το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της αίτησης ακύρωσης κατά απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (ΑΕΠΟ) για τη λειτουργία ΧΥΤΑ στην Περιφέρεια Ηπείρου και οι υπό εξέταση λόγοι ακύρωσης αφορούσαν κατεξοχήν στην επιλογή του χώρου και της καταλληλότητας αυτού για τη λειτουργία μιας τέτοιας μονάδας επεξεργασίας αποβλήτων. Το ΣτΕ διαπίστωσε ότι έχουν ληφθεί κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή ρύπανσης του υδροφόρου ορίζοντα από τη λειτουργία του ΧΥΤΑ, ενώ μάλιστα απέρριψε λόγο ακύρωσης που αφορούσε στην παραβίαση της αρχής της αντιμετώπισης της ρύπανσης στην πηγή, λόγω μεταφοράς ρύπανσης από μια υδρολογική λεκάνη σε άλλη (και συναφή παραβίαση της Οδηγίας για τα ύδατα 2000/60/ΕΚ), αφού σύμφωνα με την επιστημονική μελέτη του έργου, αποφεύγετο επαρκώς η επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο της υπό κρίση τότε αίτησης ακύρωσης, επισημάνθηκε ότι “[η] διαχείριση των στερεών αποβλήτων διέπεται από τις αρχές της προφύλαξης και της πρόληψης, την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», την αρχή της εγγύτητας και την αρχή της επανόρθωσης των ζημιών στο περιβάλλον” (σκ. 6).

Με τη ΣτΕ 101/2018, απορρίφθηκε αίτηση ακύρωσης κατά ΑΕΠΟ για τη λειτουργία μονάδας τήξης και χύτευσης παραγωγής προϊόντων χαλκού και ψευδαργύρου, υγρά βιομηχανικά απόβλητα της οποίας θα απορρίπτονταν στη λεκάνη απορροής του Ασωπού ποταμού. Το ΣτΕ τόνισε ότι “ο καθορισμός του Ασωπού ποταμού ως δυνητικού αποδέκτη βιομηχανικών αποβλήτων έχει την έννοια, εν όψει και των (...) ειδικών προστατευτικών για τον ποταμό διατάξεων, αλλά και των ορισμών του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, ότι, οσάκις τίθεται ζήτημα έκδοσης διοικητικής πράξης, με την οποία προβλέπεται η απόρριψη βιομηχανικών αποβλήτων στον ποταμό αυτόν, η Διοίκηση δεν υποχρεούται να αποδέχεται, άνευ ετέρου, λόγω του ως άνω καθορισμού, την απόρριψη αυτή, αλλά υποχρεούται να εξετάζει προηγουμένως, κατά περίπτωση, αν η απόρριψη αυτή είναι, εν όψει του όγκου και του βαθμού καθαρισμού των προς απόρριψη αποβλήτων, δυνατή χωρίς περαιτέρω επιβάρυνση του εν λόγω ποτάμιου οικοσυστήματος. Πρέπει, δηλαδή, να εξετάζεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, συνεκτιμωμένης και της μέχρι τότε επιβάρυνσης του οικοσυστήματος από πάσης φύσης ανθρωπογενείς δραστηριότητες, νόμιμες ή παράνομες, όπως αυτές εκάστοτε προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου και, εν ελλείψει αυτών, από ειδικώς, προς τούτο, διενεργούμενη μελέτη, αν το ως άνω οικοσύστημα μπορεί να υποδεχθεί νέα ανθρωπογενή κατάλοιπα, χωρίς ουσιώδη αλλοίωσή του ή αν η φέρουσα ικανότητά του έχει, πλέον, κορεσθεί, οπότε δεν είναι ανεκτή οποιαδήποτε περαιτέρω επιβάρυνσή του. Εφόσον δε από τα, κατά περίπτωση, στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι το ποτάμιο οικοσύστημα έχει ήδη σοβαρώς επιβαρυνθεί, τότε η απορρέουσα από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της υποχρέωσης αποκατάστασης των ουσιωδώς βλαβέντων σημαντικών οικοσυστημάτων, ως στοιχείων του προστατευομένου φυσικού περιβάλλοντος, επιβάλλει να προηγηθεί η απορρύπανσή του, με τη λήψη όλων των καταλλήλων προς τούτο μέτρων, μόνον δε μετά ταύτα να εξετασθεί η δυνατότητα εκ νέου απόρριψης λυμάτων και αποβλήτων, μετά πλήρη, εννοείται, καθαρισμό τους, ώστε να μην προκληθεί εκ νέου το αυτό πρόβλημα (ΣτΕ 1543/2008 Ολ., πρβλ. ΣτΕ 976/2015 7μ.)” (σκ. 10).

Με τη ΣτΕ 4485/2011, κρίθηκε ότι η λειτουργία συγκροτήματος παραγωγής ασφαλτομίγματος και διαλογής αδρανών υλικών (σπαστηριοτριβείου) σε απόσταση 150 μέτρων από χώρο αποθέσεως απορριμάτων, ήτοι χωματερής, χωρίς οποαδήποτε σχετική άδεια, δεν είναι νόμιμη χωρίς τη διενέργεια σχετικής μελέτης των συνεπειών και του κινδύνου περαιτέρω υποβάθμισης της περιοχής. Ο ισχυρισμός των αιτούτνων περί ρύπανσης της ατμόσφαιρας και μόλυνσης των υπογείων υδάτων της περιοχής, που θέτει σε άμεσο κίνδυνο την υγεία των κατοίκων της οδήγησε το Δικαστήριο στην διατύπωση της σκέψης ότι ναι μεν η λειτουργία παράνομης «χωματερής» δεν αποτελεί, καθ’ εαυτή, λόγο αποκλεισμού αδειοδότησης νόμιμων δραστηριοτήτων, αλλ’ αντιθέτως υπήρχε υποχρέωση διακοπής λειτουργίας και απομακρύνσεως της. “Ενόψει όμως του πραγματικού γεγονότος της λειτουργίας της επί 50 χρόνια, η Μ.Π.Ε. όφειλε να εξετάσει ειδικότερα τις συνέπειες και τον κίνδυνο περαιτέρω υποβάθμισης της περιοχής από την επίμαχη δραστηριότητα ενόψει και της κατά τα ανωτέρω υφισταμένης πραγματικής κατάστασης και δεν αρκεί κατά τούτο η μελέτη διάθεσης αποβλήτων για τη μονάδα της παρεμβαίνουσας εταιρείας. Συνεπώς, εφόσον δεν προκύπτει από την επίμαχη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων ότι έχει ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί το ανωτέρω ζήτημα, η προσβαλλόμενη πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων είναι κατά τούτο πλημμελής και καθίσταται ακυρωτέα” (σκ. 9).

Με τη ΣτΕ 3883/2008 το Δικαστήριο έκρινε επί της εναπόθεσης των υπολοίπων της βιομηχανικής επεξεργασίας μεταλλευμάτων και θεώρησε ότι ακόμα και για εκείνα που έχουν αποκομισθεί από τον ίδιο χώρο, επιβάλλεται η εναπόθεση ή μεταφορά τους να γίνει σε ειδικούς χώρους. Συγκεκριμένα, “εντός δασών ή δασικών εκτάσεων (...) του Ν. 998/1979 επιτρέπεται η διεξαγωγή, ύστερα από έγκριση, μόνο των ρητώς στο άρθρο 57 του ίδιου νόμου κατονομαζομένων μεταλλευτικών εργασιών, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η εναπόθεση των υπολοίπων της βιομηχανικής επεξεργασίας των μεταλλευμάτων, ακόμη και των μεταλλευμάτων που έχουν αποκομισθεί από τον ίδιο χώρο (...). Δεν επιτρέπεται, δηλαδή, η εντός των δασών ή δασικών εκτάσεων των ανωτέρω κατηγοριών εγκατάσταση μεταλλουργικής βιομηχανίας, ακόμη και αν έχει ως μόνο σκοπό την εναπόθεση των υπολοίπων της βιομηχανικής επεξεργασίας των μεταλλευμάτων, διότι η δραστηριότητα αυτή αφ` ενός δεν συνιστά (...) μεταλλευτική εργασία επιτρεπόμενη στα εν λόγω δάση και δασικές εκτάσεις και αφ` ετέρου οδηγεί σε αναίρεση της θεσπιζομένης με το άρθρο 56 του ν. 998/1979 απαγορεύσεως να εγκαθίσταται εντός αυτών οιασδήποτε μορφής βιομηχανία” (σκ. 7).