Γενικό πλαίσιο
Ως οδηγία-πλαίσιο, η οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα 2000/60/ΕΚ προσπάθησε όπως ήταν αναμενόμενο να αναδιαρθρώσει μεγάλο μέρος της υφιστάμενης ενωσιακής νομοθεσίας για τα ύδατα. Όπως θα διαφανεί στο μέρος 3 παρακάτω, η ΟΠΥ, όπως φανερώνει και ο τίτλος της, θεσπίζει πλαίσιο για μια «πολιτική» για τα ύδατα. Αυτό είναι προφανές στο μέτρο που έρχεται με νέες αντιλήψεις, τουλάχιστον σε επίπεδο ΕΕ, για την αντιμετώπιση της προστασίας των υδάτων, όπως η αντίληψη σύμφωνα με την οποία το πλέον σχετικό υδρολογικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των υδάτινων πόρων είναι της λεκάνης απορροής ποταμού, ή τουλάχιστον μιας συνεκτικής ομάδας λεκανών απορροής ποταμού. Ομοίως, η ΟΠΥ καταβάλλει προσπάθειες για την αξιοποίηση άλλων σχετικών νομοθετικών πράξεων της ΕΕ, είτε στον τομέα του περιβάλλοντος είτε σε σχέση με άλλη μορφή περιβαλλοντικής προστασίας, όπως το δίκτυο Natura 2000. Μια άλλη ένδειξη των προσπαθειών του νομοθέτη της ΕΕ να οργανώσει μια πολιτική υδάτων διαπιστώνεται από το γεγονός ότι η ΟΠΥ προβλέπει αυστηρούς κανόνες όσον αφορά την εκτίμηση της υδρολογικής, βιολογικής και ποσοτικής κατάστασης όλων των ειδών υδατικών συστημάτων που υφίστανται στα εδάφη των κρατών μελών και οργανώνει τόσο αρχικές αναλύσεις των εν λόγω υδάτων όσο και περαιτέρω παρακολούθηση. Με τη διεξαγωγή πολιτικής σχετίζονται ενεργότερα οι διατάξεις της ΟΠΥ οι οποίες απαιτούν από τα κράτη μέλη να εγκρίνουν και να εφαρμόζουν σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, προγράμματα μέτρων και να ελέγχουν τις σημειακές και τις διάχυτες πηγές ρύπων μέσω μιας «συνδυασμένης προσέγγισης». Μια άλλη σημαντική καινοτομία, και πάλι τουλάχιστον σε επίπεδο ΕΕ, είναι η χρήση της τιμολόγησης του νερού ως οικονομικού μέσου προστασίας του σημαντικού αυτού πόρου, προσφέροντας δελεαστικά κίνητρα στους διάφορους χρήστες να συμπεριφέρονται κατά τρόπο συνετό. Τέλος, η ΟΠΥ κατ’ εξοχήν καθορίζει μια σειρά στόχων, ο υπέρτατος των οποίων είναι η επίτευξη «καλής» κατάστασης όλων των υδατικών συστημάτων εντός της επικράτειας της ΕΕ, στόχος που απαιτείτο κατ’ αρχήν να επιτευχθεί έως το 2015, αν και όχι χωρίς ορισμένες ευελιξίες. Για τον σκοπό αυτό, η ΟΠΥ συγχώνευσε στις διατάξεις της τους κανόνες που είχαν θεσπιστεί από προηγούμενες οδηγίες σχετικά με την ποιότητα των υδάτων και τις απορρίψεις στα υπόγεια και τα επιφανειακά ύδατα.
Ωστόσο, δύο άλλες οδηγίες που αφορούν πολύ σημαντικούς τύπους απορρίψεων στο υδάτινο περιβάλλον παραμένουν σε ισχύ και αποτελούν μείζονα κομμάτια της ενωσιακής νομοθεσίας για τα ύδατα, τόσο ως προς τη σημαντική συμβολή τους στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος όσο και από πλευράς επιπέδου δικαστικής δραστηριότητας που έχουν προκαλέσει και πιθανότατα θα συνεχίσουν να προκαλούν τα επόμενα χρόνια. Η πρώτη είναι η οδηγία 91/271 της 21ης Μαΐου 1991 για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων ([1991] ΕΕ L135/40), η οποία θα συζητηθεί λεπτομερώς στο μέρος 4 κατωτέρω. Η δεύτερη είναι η οδηγία 91/676 της 12ης Δεκεμβρίου 1991 για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης και θα συζητηθεί παρακάτω.
Δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί η σημασία του γεγονότος ότι πολλά έργα που σχετίζονται με τα ύδατα και τη διαχείρισή τους και πολλές επιπτώσεις στον υδάτινο πόρο ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της γενικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Παρακάτω δίνονται μερικά από τα πλέον εντυπωσιακά παραδείγματα τέτοιου είδους καταστάσεων. Συγκεκριμένα, η οδηγία 2001/42 της 27ης Ιουνίου 2001 σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων απαιτεί τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα τα οποία, μεταξύ άλλων, εκπονούνται για τη διαχείριση υδάτινων πόρων (άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2001/42). Επιπλέον, όλες αυτές οι εκτιμήσεις (ανεξάρτητα από το εάν σχετίζονται με τη διαχείριση υδάτινων πόρων ή όχι, πρέπει να προσδιορίζουν τις ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, «συμπεριλαμβανομένων θεμάτων όπως (...) τα ύδατα (παράρτημα I της οδηγίας 2001/42). Όπως θα διαφανεί παρακάτω, η σημασία της νομοθετικής αυτής πράξης σε σχέση με τη νομοθεσία για τα ύδατα είναι προσθετικά πολύ μεγάλη, καθώς πολλά από τα σχέδια διαχείρισης που απαιτεί να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν τα κράτη μέλη υπόκεινται και τα ίδια σε τέτοιου είδους αξιολόγηση.