Μέτρα προστασίας τόπων σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους
Αξιολόγηση σχεδίων και έργων και αντισταθμιστικά μέτρα
Το άρθρο 6 παράγραφος 3 αποτελεί έκφραση της αρχής της προφύλαξης. Απαιτείται αξιολόγηση όταν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη σημαντικών επιπτώσεων. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν σχέδια ή έργα ενδέχεται να μην είναι περιοριστικώς καθορισμένα ή όταν ήδη η προκαταρκτική συγκατάθεση απαιτεί αξιολόγηση, όπως για σχέδιο χρήσης γης.
Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της προφύλαξης, όταν ένα σχέδιο ή έργο που δεν συνδέεται άμεσα ούτε είναι απαραίτητο για τη διαχείριση ενός τόπου ενδέχεται να υπονομεύσει τους στόχους διατήρησης του τόπου, πρέπει να θεωρείται πιθανό ότι θα έχει σημαντική επίδραση στον συγκεκριμένο τόπο. Η αξιολόγηση του κινδύνου αυτού πρέπει να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, τα χαρακτηριστικά και τις ειδικές περιβαλλοντικές συνθήκες του τόπου που αφορά το εν λόγω σχέδιο ή έργο.
Οι διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 3 δεν περιορίζονται σε σχέδια και έργα που πραγματοποιούνται ή καλύπτουν αποκλειστικά προστατευόμενη τοποθεσία: έχουν ως στόχο επίσης έργα ανάπτυξης που βρίσκονται εκτός του τόπου, αλλά ενδέχεται να έχουν σημαντική επίδραση σε αυτόν.
Η ίδια η αξιολόγηση είναι ένας βασικός μηχανισμός προστασίας του τόπου και, ως εκ τούτου, πρέπει να χρησιμοποιούνται οι καλύτερες επιστημονικές γνώσεις στον τομέα. Γενικά, η αξιολόγηση πρέπει να προηγείται της έγκρισης του έργου και να συμμορφώνεται με τους στόχους διατήρησης. Στόχος της είναι να παράσχει πλήρη, ακριβή και οριστικά πορίσματα και συμπεράσματα ικανά να εξαλείψουν όλες τις λογικές επιστημονικές αμφιβολίες ως προς τις προτεινόμενες εργασίες.
Επομένως, δεν επιτρέπεται να έχουν κενά, πρέπει δε να περιέχουν πλήρη, ακριβή και οριστικά πορίσματα και συμπεράσματα ικανά να εξαλείψουν κάθε λογική επιστημονική αμφιβολία ως προς τις επιπτώσεις των προτεινόμενων εργασιών στον σχετικό προστατευόμενο τόπο.
Το δεύτερο στάδιο της αξιολόγησης, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερη περίοδος και λαμβάνει χώρα μετά την προαναφερθείσα δέουσα αξιολόγηση, επιτρέπει στο εν λόγω σχέδιο ή έργο να εγκριθεί μόνον εάν δεν επηρεάζει αρνητικά την ακεραιότητα του σχετικού τόπου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6 παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν μπορούν να επιτρέπουν παρεμβάσεις όταν υπάρχει κίνδυνος μόνιμης βλάβης στα οικολογικά χαρακτηριστικά τόπων οι οποίοι φιλοξενούν τύπους φυσικών οικοτόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος ή τύπους φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν υπάρχει κίνδυνος η επέμβαση να επιφέρει την εξαφάνιση ή τη μερική και ανεπανόρθωτη καταστροφή ενός τέτοιου είδους φυσικού οικοτόπου παρόντος στον εν λόγω τόπο. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που επιτρέπει την εκτέλεση του έργου δεν πρέπει να απομένει λογική επιστημονική αμφιβολία ως προς την απουσία αρνητικών επιπτώσεων στην ακεραιότητα του εν λόγω τόπου.
DΗ κατάλληλη αξιολόγηση των επιπτώσεων του σχεδίου ή έργου στον σχετικό τόπο πρέπει επομένως να προηγείται της έγκρισής του.
Δεν μπορεί να γίνεται ταυτόχρονα ή μετά την έγκριση.
Στην υπόθεση C-441/17 Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος Białowieża), το ΔΕΕ έκρινε ότι, ως εκ της φύσεώς τους, οι επίμαχες δραστηριότητες ενεργού δασικής διαχειρίσεως, καθόσον προβλέπουν την εφαρμογή μέτρων, όπως η απομάκρυνση και η κοπή δένδρων, στους οικοτόπους που προστατεύονται εντός της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, είναι ικανές, λόγω επίσης της εκτάσεως και της εντάσεώς τους, να διακυβεύσουν τους στόχους διατηρήσεως της περιοχής αυτής. Επομένως, υπήρχε πιθανότητα οι δραστηριότητες ενεργού δασικής διαχείρισης να έχουν σημαντική επίδραση στην ακεραιότητα του τόπου Natura 2000. Κατά συνέπεια, ήταν υποχρεωτικό να γίνει αξιολόγηση των επιπτώσεων των εν λόγω δραστηριοτήτων για τον συγκεκριμένο τόπο δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος. Ωστόσο, η εκτίμηση επιπτώσεων είχε ορισμένα σημαντικά κενά και δεν μπορούσε να υποστηρίξει επαρκώς την έγκριση των δραστηριοτήτων.
Το άρθρο 6 παράγραφος 4 εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αρνητικής αξιολόγησης, δηλαδή όταν δεν υπάρχει καθόλου συγκατάθεση βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 λόγω δυσμενών επιπτώσεων ή αβεβαιότητας. Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 4 εφαρμόζονται όταν τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής αξιολόγησης βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 είναι αρνητικά ή αβέβαια. Η γνώση των επιπτώσεων ενός σχεδίου ή έργου υπό το πρίσμα των στόχων διατήρησης που σχετίζονται με τον εν λόγω τόπο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 4 καθώς, ελλείψει αυτού, δεν μπορεί να αξιολογηθεί η προϋπόθεση για την εφαρμογή της παρέκκλισης αυτής. Η εκτίμηση τυχόν επιτακτικών λόγων σημαντικού δημοσίου συμφέροντος και της ύπαρξης λιγότερο επιβλαβών εναλλακτικών λύσεων απαιτεί στάθμιση των ζημιών που προκαλούνται στον τόπο από το υπό εξέταση σχέδιο ή έργο. Επιπλέον, για να προσδιοριστεί η φύση τυχόν αντισταθμιστικών μέτρων, πρέπει να προσδιοριστεί επακριβώς η ζημία στον σχετικό τόπο.
Πρέπει να ακολουθείται η διαδοχική σειρά των προαναφερθέντων βημάτων. Υπό εξαιρετικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4, ένα σχέδιο ή έργο μπορεί και πάλι να επιτραπεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και ότι το σχέδιο ή έργο θεωρείται σημαντικού δημοσίου συμφέροντος όπως η υγεία ή η δημόσια ασφάλεια.
Σημαντικό δημόσιο συμφέρον υφίσταται μόνον όταν είναι τόσο μεγάλης σημασίας ώστε να μπορεί να αντισταθμιστεί έναντι του στόχου διατήρησης. Η άρδευση και η παροχή πόσιμου νερού μπορεί να πληρούν αυτό το κριτήριο σημασίας,
όχι όμως και η κατασκευή ενός κέντρου διαχείρισης.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή: είναι λογικό να θεωρεί ότι οι «επιτακτικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, μεταξύ άλλων κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα» αφορούν καταστάσεις κατά τις οποίες τα προβλεπόμενα σχέδια ή έργα αποδεικνύονται απαραίτητα:
- στο πλαίσιο δράσεων ή πολιτικών που αποσκοπούν στην προστασία θεμελιωδών αξιών για τη ζωή των πολιτών (υγεία, ασφάλεια, περιβάλλον),
- στο πλαίσιο θεμελιωδών πολιτικών για το κράτος και την κοινωνία,
- στο πλαίσιο άσκησης δραστηριοτήτων οικονομικής ή κοινωνικής φύσης που εκπληρώνουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις δημόσιων υπηρεσιών.