Βασικοί ορισμοί ("απόβλητο", "υποπροϊόν" κ.λπ.)
Η έννοια των αποβλήτων
Το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για τα απόβλητα καθορίζεται με βάση την έννοια των αποβλήτων. Αυτό ισχύει ακόµη και αν το πεδίο εφαρµογής αποκλείει ουσίες όπως τα αέρια απόβλητα, τα ραδιενεργά απόβλητα, τα περιττώµατα, τα ζωικά υποπροϊόντα ή τα απόβλητα από εξορυκτικές δραστηριότητες.
Ανέξαρτητα από το είδος της ένδικης διαφοράς (διοικητική, ποινική ή αστική), το πρωταρχικό ζήτημα σε μία υπόθεση που αφορά διαχείριση αποβλήτων είναι η απόφαση αν η επίμαχη ουσία ή το επίμαχο αντικείμενο πρέπει να χαρακτηριστεί ως απόβλητο. Λόγω της θεμελιώδους σημασίας της εξακρίβωσης του κατά πόσον ένα αντικείμενο ή μια ουσία συνιστά απόβλητο, αλλά και λόγω της πολυπλοκότητάς της διαδικασίας αυτής, η έννοια του αποβλήτου έχει αποτελέσει το αντικείμενο μεγάλου αιρθμού υποθέσεων ενώπιομν του ΔΕΕ από την υθιθέτηση της πρώτης Οδηγίας-Πλαισίου για τα απόβλητα (75/442/ΕΟΚ), που υιοθετήθηκε το 1975.
Η έννοια των αποβλήτων
Τα απόβλητα ορίζονται από την Οδηγία-Πλαίσιο για τα απόβλητα ως "κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει»" [άρθρο 3 παράγραφος 1]. Ως εκ τούτου, ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου ως "απόβλητου" συνάγεται κυρίως από τις ενέργειες του κατόχου και την έννοια του όρου "απόρριψη" (βλ. υπόθεση C-629/19 , § 42 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η έννοια «απορρίπτω» πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του σκοπού της Οδηγίας, αλλά η ίδια η Οδηγία δεν υποδεικνύει κανένα αποφασιστικό κριτήριο, εκτός από την πρόθεση ή την ενέργεια του κατόχου να απορρίψει μια συγκεκριμένη ουσία ή αντικείμενο (υπόθεση C-457/02, Antonio Niselli, § 33-34).
Περαιτέρω, η διαπίστωση της ύπαρξης "αποβλήτων" πρέπει να γίνεται με βάση το σύνολο των περιστάσεων, ορισμένες από τις οποίες μπορεί να αποτελούν ενδείξεις ότι μια ουσία ή ένα αντικείμενο έχει απορριφθεί ή ότι υπάρχει πρόθεση ή υποχρέωση απόρριψής του. Μεταξύ των περιστάσεων που μπορούν να αποτελέσουν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία είναι το γεγονός ότι μια ουσία είναι υπόλειμμα παραγωγής ή κατανάλωσης, δηλαδή ένα προϊόν το οποίο δεν ήταν το ίδιο ζητούμενο να παραχθεί και για το οποίο πρέπει να ληφθούν ειδικές προφυλάξεις σε περίπτωση χρήσης του λόγω της περιβαλλοντικά επικίνδυνης σύνθεσής του. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι η εν λόγω ουσία ή αντικείμενο δεν είχε εξαρχής ή κατέληξε να μην έχει πλέον καμία χρησιμότητα για τον κάτοχό της, έτσι ώστε η εν λόγω ουσία ή αντικείμενο να αποτελεί βάρος το οποίο ο κάτοχος θα επιδιώξει να απορρίψει.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταρτίζει, και αναθεωρεί σε τακτική βάση, έναν κατάλογο αποβλήτων με την ονομασία "Ευρωπαϊκός Κατάλογος Αποβλήτων". Ωστόσο, ο κατάλογος αυτός παρέχει απλώς μια ονομαστική κατηγοριοποίηση, μια ονοματολογία. Οι ουσίες και τα αντικείμενα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό, καθώς και σε εθνικούς καταλόγους που επίσης τυχαίνει να υπάρχουν, χαρακτηρίζονται ως απόβλητα μόνο σε συνάρτηση με την ενέργεια, την πρόθεση ή την υποχρέωση του κατόχου τους να τα απορρίψει (υπόθεση C-208/04 Inter-environnement Wallonie κατά Régionεπίσηςllonne).
Περαιτέρω, η έννοια των αποβλήτων δεν αποκλείει τις ουσίες και τα αντικείμενα που είναι κατάλληλα για οικονομική επαναχρησιμοποίηση. Αγαθά όπως τα χρησιμοποιημένα έλαια (υπόθεση C-172/82 Fabricants raffineurs d'huile de graissage κατά Inter-Huiles, υπόθεση C-295/82 Rhône-Alpes Huiles, υπόθεση C-240/83 A«BHU)) ή τα απόβλητα ζωικής προέλευσης (αν και μπορούν να αγοραστούν σε "ελάχιστη" τιμή, βλέπε υπόθεση C-118/86 Openbaar Ministerie κατά Nertsvoederfabriek Nederland), κατάλληλα για οικονομικές συναλλαγές, μπορούν να θεωρηθούν απόβλητα.
Αντίθετα, ένα φορτίο πετρελαίου εσωτερικής καύσης που αναμιγνύεται τυχαία με άλλη ουσία δεν θεωρείται απόβλητο, εφόσον ο κάτοχός του προτίθεται πράγματι να το επαναφέρει στην αγορά (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-241/12 και C-242/12 Shell Nederland και Belgian Shell- συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-304/94, C-330/94, C-342/94 και C-224/95 Euro Tombesi και άλλοι). Το γεγονός ότι τα απόβλητα μπορεί να διατηρούν εμπορική αξία και να συλλέγονται σε εμπορική βάση με σκοπό επίσης την ανακύκλωση ή την επαναχρησιμοποίηση δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό τους ως αποβλήτων.
Η δυσκολία στον χαρακτηρισμό των αποβλήτων αποτυπώνεται με ενάργεια στην υπόθεση Van de Walle, στην οποία το ΔΕΕ έκρινε ότι υγρά καύσιμα (υδρογονάνθρακεσ) τα οποία διέρρευσαν ακούσια από πρατήριο καυσίμων και προκάλεσαν μόλυνση του εδάφους και των υπογείων υδάτων συνιστούν απόβλητα, ενώ η εταιρεία πετρελαιοειδών που προμηθεύει το πρατήριο με υγρά καύσιμα μπορεί να θεωρηθεί ως κάτοχος των αποβλήτων αυτών, εφόσον η διαρροή από τις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις του πρατηρίου, η οποία δημιούργησε τα απόβλητα, οφείλεται σε συμπεριφορά της (υπόθεση C-1/03 Van de Walle κ.λπ.). Με την ίδια λογική, τα λύματα που διαφεύγουν από το αποχετευτικό δίκτυο της Thames Water Utilities είναι απόβλητα (υπόθεση C-252/05 Thames Water Utilities), καθώς και το μαζούτ που χύθηκε από το διαλυμένο κύτος του πετρελαιοφόρου Erika, το οποίο αναμίχθηκε με αλμυρό νερό και άμμο (υπόθεση C-188/07 Commune de Mesquer).
Από τις τρεις αυτές αποφάσεις, μόνο εκείνη για το βαρύ μαζούτ του Erika φαίνεται να έχει διατηρήσει κάποια σημασία, δεδομένου ότι, αντιδρώντας σε αυτή τη νομολογία, η Οδηγία-Πλαίσιο για τα απόβλητα εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της «τα (επιτόπου) εδάφη που περιλαμβάνουν μολυσμένες γαίες που δεν έχουν ακόμα εκσκαφθεί και τα κτίρια που συνδέονται μόνιμα με εδάφη» [άρθρο 2 παράγραφος 1], καθώς και όλα τα λύματα [άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α)], και όχι μόνο εκείνα που δεν είναι "υγρά απόβλητα", όπως συνέβαινε με την προηγούμενη οδηγία.