Ορισμός των «αποβλήτων», του «υποπροϊόντος» και του «αποχαρακτηρισμού των αποβλήτων»
Η έννοια των αποβλήτων
Η έννοια των αποβλήτων είναι εκτεταμένη, και αυτό οδηγεί συνεχώς σε νέες διαφωνίες.
Περιγραφή των αποβλήτων: βασικά κριτήρια χαρακτηρισμού
Η έννοια των αποβλήτων αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της νομοθεσίας στον τομέα αυτό, διότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ορίζεται μέσω της έννοιας αυτής κατά τρόπο μη περιοριστικό. Τα απόβλητα ορίζονται ως «κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει» (άρθρο 3 παράγραφος 1).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταρτίζει και αναθεωρεί σε τακτική βάση κατάλογο αποβλήτων με την ονομασία «ευρωπαϊκός κατάλογος αποβλήτων». Ωστόσο, παρέχει απλώς μια ταξινόμηση αναφοράς, μια ονοματολογία. Οι ουσίες και τα αντικείμενα που απαριθμούνται στην παρούσα ονοματολογία, καθώς και σε εθνικούς καταλόγους όπου ενδεχομένως επίσης υπάρχουν, θεωρούνται απόβλητα μόνο λόγω της δράσης, της πρόθεσης ή του καθήκοντος του κατόχου να τα απορρίψει (υπόθεση C-208/04 Inter-environnement Wallonie κατά Région wallonne). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «το πεδίο εφαρμογής της έννοιας του αποβλήτου εξαρτάται από την ερμηνεία του ρήματος ‘απορρίπτω’ και το ρήμα αυτό πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας», όμως «από την οδηγία δεν προκύπτει κανένα αποφασιστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της βουλήσεως του κατόχου να απορρίψει μια ουσία ή ένα αντικείμενο» (υπόθεση C-457/02 Antonio Niselli, §33-34). Η νομική κατηγορία των αποβλήτων προκάλεσε, ως εκ τούτου, τις σημαντικότερες δυσκολίες ερμηνείας.
Για παράδειγμα, η έννοια των αποβλήτων δεν αποκλείει ουσίες και αντικείμενα κατάλληλα για οικονομική επαναχρησιμοποίηση. Εμπορεύματα όπως τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια (υπόθεση C-172/82 Syndicat national des fabricants raffineurs d’huile de graissage κ.λπ. κατά Groupement d’intérêt économique «Inter-Huiles» κ.λπ., υπόθεση C-295/82 Groupement d’Intérêt Economique «Rhône-Alpes Huiles» κ.λπ. κατά Syndicat National des Fabricants Raffineurs d’Huile de Graissage κ.λπ., υπόθεση C-240/83 Procureur de la République κατά Association de défense des brûleurs d’huiles usagées (ADBHU)), ή απόβλητα ζωικής προέλευσης (αν και μπορούν να αγοραστούν σε «ελάχιστη» τιμή, βλ. υπόθεση C-118/86 Openbaar Ministerie κατά Nertsvoederfabriek Nederland BV), που είναι κατάλληλα για οικονομικές συναλλαγές, μπορεί να θεωρηθούν απόβλητα. Αντιστρόφως, ένα φορτίο πετρελαίου εσωτερικής καύσης που αναμειγνύεται τυχαία με άλλη ουσία δεν θεωρείται απόβλητο, υπό τον όρο ότι ο κάτοχός του προτίθεται πράγματι να το θέσει εκ νέου στην αγορά (ποινική διαδικασία κατά της Shell Nederland Verkoopmaatschappij BV (C-241/12) και της Belgian Shell NV (C-242/12) (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις)· συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-304/94, C-330/94, C-342/94 και C-224/95, ποινική διαδικασία κατά της Euro Tombesi κ.λπ.). Το γεγονός ότι τα απόβλητα μπορούν να διατηρούν την εμπορική τους αξία και να συλλέγονται σε εμπορική βάση για σκοπούς ανακύκλωσης ή επαναχρησιμοποίησης δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό τους. Η υποχρέωση απόρριψης εμπορευμάτων συνεπάγεται επίσης τον χαρακτηρισμό τους ως αποβλήτων. Το πολυδιαφημισμένο θέμα της εξαγωγής του κύτους του πρώην αεροπλανοφόρου Clémenceau, με σκοπό την αποσυναρμολόγηση, επιλύθηκε από νομικής άποψης με τον χαρακτηρισμό του ως αποβλήτου επειδή περιείχε ίνες αμιάντου, η δε χρήση ινών αμιάντου απαγορεύεται στη Γαλλία.
Η εν μέρει αντιφατική εκτεταμένη νομολογιακή ερμηνεία
Οι δυσκολίες όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των αποβλήτων κορυφώθηκαν με την υπόθεση Van de Walle, στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε για τον κάτοχο των υδρογονανθράκων που μολύνουν το υπέδαφος και τα υπόγεια ύδατα κάτω από πρατήριο καυσίμων, αλλά και ότι το μολυσμένο έδαφος αποτελεί επίσης απόβλητο, ακόμη και αν δεν έχει εκσκαφθεί (υπόθεση C-1/03 Ποινική διαδικασία κατά των Paul Van de Walle, Daniel Laurent, Thierry Mersch και Texaco Belgium SA.). Ομοίως, τα λύματα που διαρρέουν από το δίκτυο αποχέτευσης της Thames Water Utilities αποτελούν απόβλητα (υπόθεση C-252/05 The Queen on the application of Thames Water Utilities Ltd κατά South East London Division, Bromley Magistrates’ Court), το ίδιο και το μαζούτ που διέρρευσε από το αποσχισμένο κύτος του πετρελαιοφόρου Erika, το οποίο αναμείχθηκε με αλμυρά ύδατα και άμμο (υπόθεση C-188/07 Commune de Mesquer κατά Total France SA και Total International Ltd.).
Από τις τρεις αυτές αποφάσεις, μόνο η σχετική με το βαρύ μαζούτ του Erika φαίνεται να έχει κάποια σημασία δεδομένου ότι, αντιδρώντας σε αυτήν την ερμηνεία της νομολογίας, η οδηγία 2008/98 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της «τα (επιτόπου) εδάφη που περιλαμβάνουν μολυσμένες γαίες που δεν έχουν ακόμα εκσκαφθεί και τα κτίρια που συνδέονται μόνιμα με εδάφη» (άρθρο 2 παράγραφος 1), καθώς και όλα τα λύματα (άρθρο 2 στοιχείο α)), και όχι μόνο όσα δεν είναι «υγρά απόβλητα», όπως συνέβαινε στην περίπτωση της προηγούμενης οδηγίας.